- ἑκάστας
- ἑκάστᾱς , ἕκαστοςeachfem acc plἑκάστᾱς , ἕκαστοςeachfem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιτηδειότητα — η (AM ἐπιτηδειότης, Μ και ἐπιτηδειότητα) [επιτήδειος] ικανότητα, επιδεξιότητα, χρησιμότητα («είς δύναμιν εἴη πλήθει καὶ ἐπιτηδειότητι πρὸς ἑκάστας τὰς τῶν ἔργων παραβοηθείας», Πλάτ.) νεοελλ. 1. καταλληλότητα, αρμοδιότητα 2. εξυπνάδα, καπατσοσύνη… … Dictionary of Greek
παραπλέω — ιων. τ. παραπλώω, ΝΑ 1. πλέω παραλλήλως προς κάτι και σε μικρή απόσταση από αυτό («παρέπλωε παρὰ τὰς πρῴρας τῶν νεῶν, ἐπειρωτῶν τε ἑκάστας», Ηρόδ.) 2. πλέω παρά την ακτή (α. «παραπλέουμε το Σούνιο» β. «παρέπλευσαν ἐς Σικυῶνα», Θουκ.) αρχ. μτφ.… … Dictionary of Greek